τρίχαπτον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρίχαπτον < αρχαία ελληνική τρίχαπτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾi.xa.pton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐χα‐πτον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρίχαπτον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) η δαντέλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρίχαπτον
→ δείτε τη λέξη δαντέλα |
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .