τραγίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγίλα οι τραγίλες
      γενική της τραγίλας
    αιτιατική την τραγίλα τις τραγίλες
     κλητική τραγίλα τραγίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραγίλα < τράγος + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραγίλα θηλυκό

  1. (γενικότερα) βαρβατίλα
  2. (ειδικότερα) η μυρωδιά τράγου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]