τραγουδιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγουδιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος τραγουδώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τραγουδιέμαι

  1. για ένα τραγούδι που ερμηνεύεται από κάποιον
    Το τραγούδι τραγουδήθηκε από τον τραγουδιστή.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]