τραυλίζουσες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]τραυλίζουσες και τραυλίζουσαι, πληθυντικός του τραυλίζουσα, θηλυκό της μετοχής της καθαρεύουσας τραυλίζων
- που τραυλίζουν
- → δείτε τη λέξη τραυλίζων και τραυλίζοντας