τραχηλάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραχηλάτος < τράχηλ(ος) + -ήλατος (< ἐλαύνω)
Επίθετο
[επεξεργασία]τραχηλάτος -η, -ο
- που έχει μεγάλο τράχηλο
- * "τραχηλάτα βόδια"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραχηλάτος
|