τρελάρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρελάρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρελάρας αρσενικό

  1. σε σχέση με χαρακτήρα: ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, ακραίος
  2. σε σχέση με λήψη ρίσκου ή δράση: αυθόρμητος, παράτολμος
  3. κοινωνικά, συμπεριφορικά σε σχέση με άλλους-κοινωνική αλληλεπίδραση: πειραχτήρι, γλεντζές, τσαχπίνης, θρασύς


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]