τρελάρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρελάρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρελάρας αρσενικό
- σε σχέση με χαρακτήρα: ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, ακραίος
- σε σχέση με λήψη ρίσκου ή δράση: αυθόρμητος, παράτολμος
- κοινωνικά, συμπεριφορικά σε σχέση με άλλους-κοινωνική αλληλεπίδραση: πειραχτήρι, γλεντζές, τσαχπίνης, θρασύς