τρεμοφέγγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρεμοφέγγω < τρέμω + -ο- + φέγγω

τρεμοφέγγω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]