τρεμπουσέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ένα τρεμπουσέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]