τριάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριάρα | οι | τριάρες |
γενική | της | τριάρας | — | |
αιτιατική | την | τριάρα | τις | τριάρες |
κλητική | τριάρα | τριάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριάρα θηλυκό
- ποινή (αποβολή, φυλάκιση κ.λπ.) τριών ημερών
- (αθλητισμός, αργκό) επίτευξη τριών γκολ σε ποδοσφαιρικό αγώνα
- (συνήθως στον πληθυντικό: τριάρες) όταν σε παιχνίδι με ζάρια, το σύνολο των ζαριών δείχνουν τον αριθμό τρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)