τριαγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριαγμός < τριάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριαγμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. λήμμα τριάζω, Λεξικόν δια τους μελετώντας τα των παλαιών Ελλήνων συγγράμματα ... κατά το ελληνογερμανικόν του Ρεϊμέρου... , τόμος 2ος, Βιέννη, Κωνσταντίνου Μιχαήλ Γκούμα, 1826