τριακοντούτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριακοντούτις < θηλυκό του τριακοντούτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριακοντούτις θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριακοντούτις
|