τριαντάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριαντάρι | τα | τριαντάρια |
γενική | του | τριανταριού | των | τριανταριών |
αιτιατική | το | τριαντάρι | τα | τριαντάρια |
κλητική | τριαντάρι | τριαντάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριαντάρι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τριάντα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριαντάρι
|