τριγαμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριγαμία θηλυκό
- (κοινωνιολογία), (θρησκεία), (νομικός όρος): οικογενειακή παρούσα κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει τρεις συζύγους, είναι παντρεμένος με τρία άτομα ταυτόχρονα
- η απόκτηση τριών συζύγων, η κατάληξη στην παραπάνω κατάσταση, διατηρουμένων και των δύο προηγουμών γάμων
- η τριγαμία είναι το ανώτερο νόμιμο και θρησκευτικό όριο παρούσας κοινωνίας γάμου των μουσουλμάνων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριγαμία
|