τριγύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριγύρισμα < μεσαιωνική ελληνική τριγύρισμα < τριγυρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριγύρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τριγυρίζω