τριηραρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριηραρχία < αρχαία ελληνική τριηραρχία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριηραρχία θηλυκό
- το να είναι κάποιος τριήραρχος καθώς και η σχετική λειτουργία στην αρχαία Αθήνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριηραρχία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]τριηραρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριηραρχία θηλυκό
- λειτουργία σύμφωνα με την οποία η πόλη ανέθετε σε έναν πλούσιο Αθηναίο, για ένα χρόνο, τη συντήρηση και τον εξοπλισμό μιας τριήρους
- το αξίωμα του τριηράρχου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)