τρικαντό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρικαντό < γαλλ. tri-canton < tri- «τρι-» + canton (: γωνία, αιχμή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρικαντό ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) τρίκοχο καπέλο φτιαγμένο από μαύρο ύφασμα, με ανεστραμμένο γείσο και φτερά
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία, 1939
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρικαντό
|