τριμήνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριμήνι < τρίμηνος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριμήνι ουδέτερο

  • Είδος σιταριού που ωριμάζει και θερίζεται τρεις μήνες μετά τη σπορά του.
Το τριμήνι το σπέρνουν την άνοιξη.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]