τριμηνιαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τριμηνιαίο

  1. τριμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού

τριμηνιαίο, ουδέτερο του τριμηνιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού