τριπόλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριπόλιον < αρχαία ελληνική Τρίπολις (της Λιβύης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριπόλιον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- (γεωλογία, σπάνιο) πυριτικό πορώδες πέτρωμα που τρίβεται εύκολα, το οποίο χρησιμοποιείται ως πληρωτικό υλικό σε πλαστικά, ελαστικά και χρώματα· επίσης, στο στίλβωμα μεταλλικών αντικειμένων, ή στον καθαρισμό υφασμάτων
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η ονομασία του οφείλεται στην ομοιότητα που παρουσιάζει με την τριπολίτιδαν γῆν (από την Τρίπολη της Λιβύης) και συχνά υπάρχει σύγχυση στη χρήση των λέξεων
Πηγές
[επεξεργασία]- «Tripoli» (rock), Encyclopædia Britannica· πρόσβαση: 2019-09-17.
- Ηλίας Πετρόπουλος (2014), Το Άγιο Χασισάκι. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 1987). ISBN 960-211-103-8, σελ. 178-179 (με αναφορές σε λεξικά των Νικ. Κοντόπουλου, Στέφ. Κουμανούδη και Αντ. Ηπίτη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τριπολῖτις