τρισαλίμονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.saˈli.mo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐σα‐λί‐μο‐νο
Επιφώνημα[επεξεργασία]
τρισαλίμονο
- (επιτατικό) αλίμονο (για πολύ μεγάλο πόνο ή δυστυχία)
- → χρειάζεται παράθεμα
- άλλες μορφές: τρισαλί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρισαλίμονο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- τρισαλίμονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας