τρολαριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρολαριστής οι τρολαριστές
      γενική του τρολαριστή των τρολαριστών
    αιτιατική τον τρολαριστή τους τρολαριστές
     κλητική τρολαριστή τρολαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρολαριστής < τρολάρω + -ιστής < τρολ < αγγλική troll

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρολαριστής αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη τρολ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]