τρομαχτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρομαχτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]τρομαχτικός, -ή, -ό και τρομακτικός
- που προκαλεί τον τρόμο, που σε κάνει να τρομάζεις
- ακούστηκε ένας τρομαχτικός θόρυβος και ύστερα έγινε ο σεισμός
- τόσο μεγάλος που προκαλεί το δέος
- τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία έκανε τρομαχτική πρόοδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρομαχτικός