τρομοκρατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρομοκρατώ < τρομοκράτης +

τρομοκρατώ (παθητική φωνή: τρομοκρατούμαι)

  1. είμαι τρομοκράτης και φέρομαι με ανάλογο τρόπο
  2. προκαλώ τρόμο, φόβο, ανησυχία κ.λπ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]