τρομπόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾomˈbo.ɲa/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τρομπόνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τρομπόνι