τροφίμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τροφίμων αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τροφίμων ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμο