τροφαλλαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροφαλλαγή θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία): η ανταλλαγή αναμασημένης τροφής μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, που παρατηρείται ιδιαίτερα σε πτηνά και σε αποικίες εντόμων, που ζουν κοινωνικά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροφαλλαγή
|