τροφοσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]τροφοσυλλέκτης < τροφο- + συλλέκτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροφοσυλλέκτης αρσενικό ή θηλυκό (τροφοσυλλέκτρια θηλυκό)
- άνθρωπος που ζει συλλέγοντας την τροφή του (σε αντίθεση με τον καλλιεργητή, ο οποίος καλλιεργεί την τροφή του)