τροφόφαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροφόφαση | οι | τροφοφάσεις |
γενική | της | τροφόφασης | των | τροφοφάσεων |
αιτιατική | την | τροφόφαση | τις | τροφοφάσεις |
κλητική | τροφόφαση | τροφοφάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τροφόφαση < τροφ(ή) + -ό- + φάση (διεθνής όρος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροφόφαση θηλυκό
- (μικροβιολογία): η κύρια φάση της ανάπτυξης μιας καλλιέργειας μικροβίων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροφόφαση
|