τροχόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχόδρομος οι τροχόδρομοι
      γενική του τροχόδρομου
τροχοδρόμου
των τροχόδρομων
τροχοδρόμων
    αιτιατική τον τροχόδρομο τους τροχόδρομους
τροχοδρόμους
     κλητική τροχόδρομε τροχόδρομοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τροχόδρομος < τροχ(ός) + -ό- + δρόμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική taxiway [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾoˈxoˈðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χό‐δρο‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τροχόδρομος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. @elearn.ypa.gr Αγγλοελληνικό γλωσσάριο - Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας