τρυπάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυπάνι τα τρυπάνια
      γενική του τρυπανιού των τρυπανιών
    αιτιατική το τρυπάνι τα τρυπάνια
     κλητική τρυπάνι τρυπάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυπάνι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρυπάνιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική τρύπανον [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾiˈpa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐πά‐νι
Σκίτσο τρυπανιού.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρυπάνι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

και

→ και δείτε τις λέξεις τρυπάω και τρύπα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τρυπάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τρυπάνιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)