τρυφηλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρυφηλότητα < (καθαρεύουσα) τρυφηλότης < τρυφηλός + -ότης / -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρυφηλότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του τρυφηλού, αυτού που χαρακτηρίζεται από τρυφή· το χαρακτηριστικό του μαλθακού και ηδυπαθούς βίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρυφηλότητα
|