τρόκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρόκι < αγγλικά truck

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾɔ.ki/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρόκι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) φορτηγό αυτοκίνητο
    Ήρθε με το τρόκι και πήρε τα ξύλα.