τρόπαιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τρόπαιον τὰ τρόπαι
      γενική τοῦ τροπαίου τῶν τροπαίων
      δοτική τῷ τροπαί τοῖς τροπαίοις
    αιτιατική τὸ τρόπαιον τὰ τρόπαι
     κλητική ! τρόπαιον τρόπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροπαίω
γεν-δοτ τοῖν  τροπαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρόπαιον, παλαιός αττικός τύπος : τροπαῖον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τροπαῖος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρόπαιον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]