τσάπινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτική αργκό) η αποψίλωση (καθαρισμός) μίας περιοχής από χόρτα
- ↪ Λοιπόν, μάγκες, ετοιμαστείτε για τσάπινγκ!