τσάπινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσάπινγκ < τσάπα + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο