τσάρεβιτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσάρεβιτς < (άμεσο δάνειο) ρωσική царевич (carévič)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσάρεβιτς αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό τσαρέβνα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • τσαρέβιτς (σύμφωνα με τον τονισμό στα ρωσικά· σπάνιο)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]