τσακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακίζω < με διαφορετικές εκδοχές ετυμολόγησης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡saˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κί‐ζω

τσακίζω, αόρ.: τσάκισα, παθ.φωνή: τσακίζομαι, π.αόρ.: τσακίστηκα, μτχ.π.π.: τσακισμένος

  1. (μεταβατικό) διπλώνω κάτι πολύ καλά, ώστε να δημιουργηθεί μια τσάκιση
    έγραψε κάτι σ' ένα φύλλο χαρτί, το τσάκισε στα τέσσερα και της το έδωσε
  2. (μεταβατικό) σπάω ή τραυματίζω κάτι
    ※  Καημένε Μακρυγιάννη, να 'ξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
  3. (μεταβατικό) εξουθενώνω, κατανικώ, διαλύω
    μια ζωή σκληρή δουλειά στα ορυχεία τον τσάκισε ολωσδιόλου
  4. (μεταβατικό) κτυπώ ελαφρά πράσινες ελιές
    → δείτε τη λέξη τσακιστός τσακιστές ελιές
  5. (αμετάβατο) για κάτι που πήγε στραβά, ματαιώθηκε
    όλα ήταν έτοιμα για το ταξίδι, αλλά κάτι τσάκισε τελευταία στιγμή
  6. → και δείτε την παθητική φωνή: τσακίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσακίζω < ίσως απο τον ήχο τσακ (ηχομιμητική λέξη) ή από τη μεσαιωνική τσακί (σπαστός σουγιάς) < οθωμανική τουρκική ? (çakι) (τουρκική çakι)[1][2]

τσακίζω

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

από τα κείμενα:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. τσακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.