τσεκουράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τσεκουράτος -η, -ο
- κοφτερός σαν τσεκούρι
- (μεταφορικά) ο δηκτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τσεκουράτα
- → δείτε τη λέξη τσεκούρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσεκουράτος
|