τσεκουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσεκουρώνω < τσεκούρι + -ώνω

τσεκουρώνω (παθητική φωνή: τσεκουρώνομαι)

  1. χτυπώ με τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) τιμωρώ αυστηρά
  3. (μεταφορικά) περιορίζω αυστηρά έξοδα, αποδοχές, άδειες κ.λπ.
  4. (μεταφορικά) βαθμολογώ πολύ αυστηρά, απορρίπτω κάποιον εξεταζόμενο σε ένα μάθημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]