τσελίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσελίστας < περικοπή του βιολοντσελίστας κατά την (άμεσο δάνειο) αγγλική cellist
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσελίστας αρσενικό (θηλυκό τσελίστα)
- (μουσική) άλλη μορφή του βιολοντσελίστας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσελίστας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)