τσεπχανές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσεπχανές αρσενικό
- (παρωχημένο) πολεμοφόδια, πυρομαχικά
- ※ Τρία μπαϊράκια πήρε τους κι όλον τον τσεπχανέ τους. (Από δημοτικό τραγούδι για τον παπα–Θύμιο Βλαχάβα ή τον Κατσαντώνη)
- ※ Βλέπετε ὅτι εἴμεθα περικυκλωμένοι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ εὐθὺς νὰ στείλετε παντοῦ, τὴν νύχτα μέρα νὰ τὴν κάμετε, διὰ νὰ προφθασθοῦμεν, ἂν εἶναι τρόπος, τὴν ἰδίαν στιγμὴν μὲ ἀνθρώπους, ζαχιρὲν καί τσεπχανέν. (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήνα 1861, τ. 4, σελ. 491.)
- (παρωχημένο) οπλοθήκη
- (παρωχημένο) πυριτιδαποθήκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσεπχανές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)