τσιγγάνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιγγάνικα < τσιγγάνικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιγγάνικα ουδέτερο πληθυντικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τσιγγάνικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσιγγάνικο