τσιλιμπουρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιλιμπουρδίζω < λείπει η ετυμολογία

τσιλιμπουρδίζω

  • ερωτοτροπώ ελεύθερα με διάφορους ερωτικούς συντρόφους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]