τσιμενταυλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμενταυλάκι | τα | τσιμενταυλάκια |
γενική | του | τσιμενταυλακιού | των | τσιμενταυλακιών |
αιτιατική | το | τσιμενταυλάκι | τα | τσιμενταυλάκια |
κλητική | τσιμενταυλάκι | τσιμενταυλάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιμενταυλάκι < τσιμέντ(ο) + αυλάκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιμενταυλάκι ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιμενταυλάκι
|