τσιμεντοσανίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντοσανίδα οι τσιμεντοσανίδες
      γενική της τσιμεντοσανίδας των τσιμεντοσανίδων
    αιτιατική την τσιμεντοσανίδα τις τσιμεντοσανίδες
     κλητική τσιμεντοσανίδα τσιμεντοσανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τσιμεντοσανίδα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιμεντοσανίδα < τσιμέντο + σανίδα / cement board

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιμεντοσανίδα θηλυκό

  • δομικό υλικό σε μορφή επίπεδου φύλλου, φτιαγμένο από τσιμεντοκονίαμα, που χρησιμεύει στην κατασκευή τοιχοποιίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]