τσιμουδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιμουδιά | οι | τσιμουδιές |
γενική | της | τσιμουδιάς | των | τσιμουδιών |
αιτιατική | την | τσιμουδιά | τις | τσιμουδιές |
κλητική | τσιμουδιά | τσιμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιμουδιά < τσίμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιμουδιά θηλυκό
- πολύ σιγανός ψίθυρος
- δεν θέλω να ακούσω ούτε τσιμουδιά
Επιφώνημα
[επεξεργασία]τσιμουδιά
- ησυχία, σιωπή, ούτε λέξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιμουδιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)