τσιπουροκατάνυξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιπουροκατάνυξη < τσίπουρ(ο) + -ο- + κατάνυξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιπουροκατάνυξη θηλυκό (& τσιπροκατάνυξη)
- (λαϊκότροπο, ειρωνικό) υπερβολική κατανάλωση τσίπουρου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιπουροκατάνυξη
|