τσισάκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσισάκια ουδέτερο

  • (ευφημισμός, υποκοριστικό) τα ούρα