τσοπανόσκυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσοπανόσκυλο τα τσοπανόσκυλα
      γενική του τσοπανόσκυλου των τσοπανόσκυλων
    αιτιατική το τσοπανόσκυλο τα τσοπανόσκυλα
     κλητική τσοπανόσκυλο τσοπανόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσοπανόσκυλο < τσοπάν(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσοπανόσκυλο ουδέτερο (και τσομπανόσκυλο)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]