τσουλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουλίτσα | οι | τσουλίτσες |
γενική | της | τσουλίτσας | — | |
αιτιατική | την | τσουλίτσα | τις | τσουλίτσες |
κλητική | τσουλίτσα | τσουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουλίτσα < τσούλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του τσούλα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουλίτσα
|