τσοχανταραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσοχανταραίος < τουρκική çuhadar (=αξιωματικός στην υπηρεσία του σουλτάνου, ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα) < çuha (=τσόχα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσοχανταραίος αρσενικό
- (ιστορία) (παρωχημένο) άλλη μορφή του τζοχανταραίος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσοχανταραίος
|